- κατοργανιζω
- κατοργανίζωκατ-οργᾰνίζωоглашать пением
(τέττιξ κατωργάνιζε τῆς ἐρημίας Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέττιξ κατωργάνιζε τῆς ἐρημίας Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατοργανίζω — (Α) διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι οργανίζω] … Dictionary of Greek
κατωργάνιζε — κατοργανίζω sound with music through imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)